- κιρκήλατος
- κιρκήλᾰτος, ον (nisi leg. -ας),A chased by a hawk,
ἀηδών A.Supp.62
(lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀηδών A.Supp.62
(lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιρκήλατος — κιρκήλατος, ον (Α) αυτός που καταδιώκεται από τον κίρκο («κιρκηλάτου ἀηδόνος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίρκος + ήλατος (< ἐλαύνω «οδηγώ, διώκω»), πρβλ. ιππ ήλατος, τροχ ήλατος. Το η λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
κιρκηλάτου — κιρκήλατος chased by a hawk masc/fem/neut gen sg κιρκηλάτης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)